συρροάς

συρροάς
συρροά̱ς , συρροή
conflux
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσφανής — ές, Α [προσφαίνομαι] 1. προφανής, φανερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «προσφανῆ Θεόφραστος ἐν Μεταλλικῷ χρυσίου συρροάς» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”